υστερεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υστερεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hystérectomie < αρχαία ελληνική ὕστερον + ἐκτομή (< ἐκτέμνω < τέμνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυστερεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση για (ολική ή μερική) αφαίρεση μήτρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερεκτομή