↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστερεκτομή οι υστερεκτομές
      γενική της υστερεκτομής των υστερεκτομών
    αιτιατική την υστερεκτομή τις υστερεκτομές
     κλητική υστερεκτομή υστερεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υστερεκτομή μαρτυρείται από το 1861 στην καθαρεύουσα (ὑστεροκτομία)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hystérectomie < αρχαία ελληνική ὑστέρα (μήτρα) + ἐκτομή (< ἐκτέμνω < τέμνω)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υστερεκτομή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1060, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. υστερεκτομή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • υστερεκτομήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)