Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /is.te.ʁɛk.tɔ.mi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hystérectomie hystérectomies

hystérectomie (fr) θηλυκό