υπότροφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | υπότροφος | οι | υπότροφοι |
γενική | του/της του |
υποτρόφου υπότροφου |
των | υποτρόφων |
αιτιατική | τον/την | υπότροφο | τους/τις τους |
υποτρόφους υπότροφους |
κλητική | υπότροφε | υπότροφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπότροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπότροφος (που τον αναθρέφουν).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + -τροφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpo.tɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐τρο‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπότροφος αρσενικό και θηλυκό
- (εκπαίδευση) σπουδαστής που έχει κερδίσει υποτροφία
- ↪ είναι υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπότροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας