Δείτε επίσης: ὑπότροφος, ιπποτρόφος, υπότροπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπότροφος οι υπότροφοι
      γενική του/της
του
υποτρόφου
υπότροφου
των υποτρόφων
    αιτιατική τον/την υπότροφο τους/τις
τους
υποτρόφους
υπότροφους
     κλητική υπότροφε υπότροφοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπότροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπότροφος (που τον αναθρέφουν).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + -τροφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpo.tɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐τρο‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπότροφος αρσενικό και θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία