Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιπποτρόφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
υπότροφος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ιπποτρόφ
ος
οι
ιπποτρόφ
οι
γενική
του
/
της
ιπποτρόφ
ου
των
ιπποτρόφ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ιπποτρόφ
ο
τους
/
τις
ιπποτρόφ
ους
κλητική
ιπποτρόφ
ε
ιπποτρόφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιπποτρόφος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιπποτρόφος
αρσενικό
(
επάγγελμα
) που
εκτρέφει
άλογα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιπποτρόφος