υπότροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπότροπος | η | υπότροπος & υπότροπη |
το | υπότροπο |
γενική | του | υποτρόπου & υπότροπου |
της | υποτρόπου & υπότροπης |
του | υποτρόπου & υπότροπου |
αιτιατική | τον | υπότροπο | την | υπότροπο & υπότροπη |
το | υπότροπο |
κλητική | υπότροπε | υπότροπε & υπότροπη |
υπότροπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπότροποι | οι | υπότροποι & υπότροπες |
τα | υπότροπα |
γενική | των | υποτρόπων & υπότροπων |
των | υποτρόπων & υπότροπων |
των | υποτρόπων & υπότροπων |
αιτιατική | τους | υποτρόπους & υπότροπους |
τις | υποτρόπους & υπότροπες |
τα | υπότροπα |
κλητική | υπότροποι | υπότροποι & υπότροπες |
υπότροπα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπότροπος < ὑπότροπος
Επίθετο
επεξεργασίαυπότροπος, -η/-ος, -ο
- που παρουσιάζει υποτροπή, που διαπράττει ξανά παράνομη πράξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπότροπος
|