Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόκαυστο τα υπόκαυστα
      γενική του υπόκαυστου
υποκαύστου
των υπόκαυστων
υποκαύστων
    αιτιατική το υπόκαυστο τα υπόκαυστα
     κλητική υπόκαυστο υπόκαυστα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόκαυστο < υπόκαυστος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόκαυστο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία