υπόκαυστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόκαυστος < αρχαία ελληνική ὑπόκαυστος < καίω
Επίθετο
επεξεργασίαυπόκαυστος, -η, -ο
- που θερμαίνεται ή καίει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από κάτω, στο βάθος
- (κυριολεκτικά) Πρόκειται για την αίθουσα των καυτών λουτρών (caldarium). Αμέσως βόρεια ανοίγεται άλλος επιμήκης υπόκαυστος χώρος, που το δάπεδό του στηριζόταν σε 17 μαρμάρινους επιτύμβιους κιονίσκους σε δεύτερη χρήση αντί υποκαύστων. Πρόκειται για την αίθουσα των χλιαρών λουτρών (tepidarium). Οι δύο εστίες πυροδότησης συνδέονται με την αίθουσα των καυτών λουτρών με υπόγειες αψιδωτές διόδους. Η κυκλοφορία του θερμού αέρα γινόταν μέσω τριών μικρών δεξαμενών. (*)
- (μεταφορικά) Η μετάφραση αποδίδει το γλωσσικό πανηγύρι του Λιόσα: τους δαιδάλους των φράσεων, τις εκρήξεις των λέξεων, την υπόκαυστη θέρμη της αφήγησης. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπόκαυστος