υποτελωνείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτελωνείο < καθαρεύουσα ὑποτελωνεῖον (υπο- + τελωνείο) (μαρτυρείται από το 1833)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.te.loˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τε‐λω‐νεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποτελωνείο ουδέτερο
- (ιστορία) τελωνείο της δεύτερης (Β΄) τάξης, που βρισκόταν συνήθως σε μικρό λιμένα, εξαρτώμενο από τελωνείο Α΄ τάξης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτελωνείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- υποτελωνείο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)