Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποτελωνείο τα υποτελωνεία
      γενική του υποτελωνείου των υποτελωνείων
    αιτιατική το υποτελωνείο τα υποτελωνεία
     κλητική υποτελωνείο υποτελωνεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτελωνείο < καθαρεύουσα ὑποτελωνεῖον (υπο- + τελωνείο) (μαρτυρείται από το 1833)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.te.loˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐τε‐λω‐νεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτελωνείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Πηγές επεξεργασία