Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποτελώνης οι υποτελώνες
      γενική του υποτελώνη των υποτελωνών
    αιτιατική τον υποτελώνη τους υποτελώνες
     κλητική υποτελώνη υποτελώνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτελώνης < καθαρεύουσα ὑποτελώνης (υπο- + τελώνης) (μαρτυρείται από το 1766)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.teˈlo.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐τε‐λώ‐νης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτελώνης αρσενικό

  1. υποδιευθυντής ενός τελωνείου
  2. (ιστορία) διευθυντής ενός υποτελωνείου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Πηγές επεξεργασία