υποβοηθημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποβοηθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποβοηθώ
Μετοχή επεξεργασία
υποβοηθημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υποβοηθώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποβοηθημένος
|
υποβοηθημένος, -η, -ο
|