Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπνωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπνωμέν
ος
η
υπνωμέν
η
το
υπνωμέν
ο
γενική
του
υπνωμέν
ου
της
υπνωμέν
ης
του
υπνωμέν
ου
αιτιατική
τον
υπνωμέν
ο
την
υπνωμέν
η
το
υπνωμέν
ο
κλητική
υπνωμέν
ε
υπνωμέν
η
υπνωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπνωμέν
οι
οι
υπνωμέν
ες
τα
υπνωμέν
α
γενική
των
υπνωμέν
ων
των
υπνωμέν
ων
των
υπνωμέν
ων
αιτιατική
τους
υπνωμέν
ους
τις
υπνωμέν
ες
τα
υπνωμέν
α
κλητική
υπνωμέν
οι
υπνωμέν
ες
υπνωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπνωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπνώνω
Μετοχή
επεξεργασία
υπνωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υπνώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπνωμένος