υπνολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπνολογικός < υπνολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαυπνολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική, νευρολογία) που σχετίζεται με τον ύπνο και την υπνολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπνολογικός
|
υπνολογικός, -ή, -ό
|