Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπνολογία οι υπνολογίες
      γενική της υπνολογίας των υπνολογιών
    αιτιατική την υπνολογία τις υπνολογίες
     κλητική υπνολογία υπνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

υπνολογία < υπνο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπνολογία θηλυκό

  • (νευρολογία) ο εγκεφαλολογικός, νευροεπιστημονικός κλάδος της μελέτης του ύπνου
    ※  ...είναι Καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται κυρίως με τις εξαρτήσεις, την υπνολογία και τη νευροψυχιατρική (Εξαρτήσεις. Πώς και γιατί εθιζόμαστε σε ουσίες και συμπεριφορές; Natura nrg#111, naturanrg.gr [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία