υπνοβάτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπνοβάτις | οι | υπνοβάτιδες |
γενική | της | υπνοβάτιδος (υπνοβάτιδας) |
των | υπνοβατίδων (υπνοβάτιδων) |
αιτιατική | την | υπνοβάτιδα | τις | υπνοβάτιδες |
κλητική | υπνοβάτι (υπνοβάτις) | υπνοβάτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνοβάτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπνοβάτις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pnoˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐βά‐τις
- ομόηχο: υπνοβάτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνοβάτις θηλυκό
- (λόγιο) υπνοβάτισσα, θηλυκό του υπνοβάτης κυρίως, για τον τίτλο της ομώνυμης όπερας
- ↪ Η ιταλική όπερα «La sonnambula» (η «Υπνοβάτις») του Bellini πρωτοανέβηκε το 1831.
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπνοβάτης
υπνοβάτις
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .