υπναλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπναλέος | η | υπναλέα | το | υπναλέο |
γενική | του | υπναλέου | της | υπναλέας | του | υπναλέου |
αιτιατική | τον | υπναλέο | την | υπναλέα | το | υπναλέο |
κλητική | υπναλέε | υπναλέα | υπναλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπναλέοι | οι | υπναλέες | τα | υπναλέα |
γενική | των | υπναλέων | των | υπναλέων | των | υπναλέων |
αιτιατική | τους | υπναλέους | τις | υπναλέες | τα | υπναλέα |
κλητική | υπναλέοι | υπναλέες | υπναλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυπναλέος
- που πάντα θέλει να κοιμηθεί, που νυστάζει συνεχώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπναλέος
|