υπερόπλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερόπλο | τα | υπερόπλα |
γενική | του | υπερόπλου | των | υπερόπλων |
αιτιατική | το | υπερόπλο | τα | υπερόπλα |
κλητική | υπερόπλο | υπερόπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερόπλο (νεολογισμός) < υπερ- + όπλο, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική superweapon)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερόπλο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) πολύ ισχυρό όπλο
- (μεταφορικά) καθετί που είναι πολύ ισχυρό και αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερόπλο
Πηγές
επεξεργασία- υπερόπλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερόπλο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr