↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερχρεωμένος η υπερχρεωμένη το υπερχρεωμένο
      γενική του υπερχρεωμένου της υπερχρεωμένης του υπερχρεωμένου
    αιτιατική τον υπερχρεωμένο την υπερχρεωμένη το υπερχρεωμένο
     κλητική υπερχρεωμένε υπερχρεωμένη υπερχρεωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερχρεωμένοι οι υπερχρεωμένες τα υπερχρεωμένα
      γενική των υπερχρεωμένων των υπερχρεωμένων των υπερχρεωμένων
    αιτιατική τους υπερχρεωμένους τις υπερχρεωμένες τα υπερχρεωμένα
     κλητική υπερχρεωμένοι υπερχρεωμένες υπερχρεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρ. υπερχρεώνω

υπερχρεωμένος

  • έχω υπερβολικά μεγάλα χρέη, τα οποία δεν μπορώ να εξυπηρετήσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία