υπερχρεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρ. υπερχρεώνω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερχρεωμένος
- έχω υπερβολικά μεγάλα χρέη, τα οποία δεν μπορώ να εξυπηρετήσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερχρεωμένος
|