Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχρεώνω < υπερ- + χρεώνω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερχρεώνω, αόρ.: υπερχρέωσα, παθ.φωνή: υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χρεώνω και χρέος

Κλίση επεξεργασία

{[clear}}

  Μεταφράσεις επεξεργασία