Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερχρεώνω < υπερ- + χρεώνω

υπερχρεώνω, αόρ.: υπερχρέωσα, παθ.φωνή: υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χρεώνω και χρέος

{[clear}}

  Μεταφράσεις

επεξεργασία