υπερχρέωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερχρέωση | οι | υπερχρεώσεις |
γενική | της | υπερχρέωσης* | των | υπερχρεώσεων |
αιτιατική | την | υπερχρέωση | τις | υπερχρεώσεις |
κλητική | υπερχρέωση | υπερχρεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερχρεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερχρέωση < υπερ- + χρέωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overindebtedness[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική surendettement[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερχρέωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερχρεώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερχρέωση
- ↑ 1,0 1,1 υπερχρέωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)