Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερτιμημένος η υπερτιμημένη το υπερτιμημένο
      γενική του υπερτιμημένου της υπερτιμημένης του υπερτιμημένου
    αιτιατική τον υπερτιμημένο την υπερτιμημένη το υπερτιμημένο
     κλητική υπερτιμημένε υπερτιμημένη υπερτιμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερτιμημένοι οι υπερτιμημένες τα υπερτιμημένα
      γενική των υπερτιμημένων των υπερτιμημένων των υπερτιμημένων
    αιτιατική τους υπερτιμημένους τις υπερτιμημένες τα υπερτιμημένα
     κλητική υπερτιμημένοι υπερτιμημένες υπερτιμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτιμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερτιμώ

  Μετοχή επεξεργασία

υπερτιμημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία