Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπολυτελής η υπερπολυτελής το υπερπολυτελές
      γενική του υπερπολυτελούς* της υπερπολυτελούς του υπερπολυτελούς
    αιτιατική τον υπερπολυτελή την υπερπολυτελή το υπερπολυτελές
     κλητική υπερπολυτελή(ς) υπερπολυτελής υπερπολυτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπολυτελείς οι υπερπολυτελείς τα υπερπολυτελή
      γενική των υπερπολυτελών των υπερπολυτελών των υπερπολυτελών
    αιτιατική τους υπερπολυτελείς τις υπερπολυτελείς τα υπερπολυτελή
     κλητική υπερπολυτελείς υπερπολυτελείς υπερπολυτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπολυτελής < υπερ- + πολυτελής

  Επίθετο επεξεργασία

υπερπολυτελής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία