↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεριδεολογικός η υπεριδεολογική το υπεριδεολογικό
      γενική του υπεριδεολογικού της υπεριδεολογικής του υπεριδεολογικού
    αιτιατική τον υπεριδεολογικό την υπεριδεολογική το υπεριδεολογικό
     κλητική υπεριδεολογικέ υπεριδεολογική υπεριδεολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεριδεολογικοί οι υπεριδεολογικές τα υπεριδεολογικά
      γενική των υπεριδεολογικών των υπεριδεολογικών των υπεριδεολογικών
    αιτιατική τους υπεριδεολογικούς τις υπεριδεολογικές τα υπεριδεολογικά
     κλητική υπεριδεολογικοί υπεριδεολογικές υπεριδεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεριδεολογικός < υπερ- + ιδεολογικός

  Επίθετο

επεξεργασία

υπεριδεολογικός, -ή, -ό

  • περισσότερο από ιδεολογικός, που ξεπερνά την ιδεολογία
    ※  Αποδεικνύει στην πράξη ότι η υπεριδεολογική ταυτότητα του εγχειρήματος δεν αποτελεί κενό γράμμα, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα (εφημ. Πρώτο Θέμα, 29/08/2018 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία