υπεριδεολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεριδεολογικός < υπερ- + ιδεολογικός
Επίθετο επεξεργασία
υπεριδεολογικός, -ή, -ό
- περισσότερο από ιδεολογικός, που ξεπερνά την ιδεολογία
- ※ Αποδεικνύει στην πράξη ότι η υπεριδεολογική ταυτότητα του εγχειρήματος δεν αποτελεί κενό γράμμα, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα (εφημ. Πρώτο Θέμα, 29/08/2018 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεριδεολογικός
|