υπερβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερβάλλω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερβεβλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπερβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερβεβλημένος
|
υπερβεβλημένος, -η, -ο
|