υπερβασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερβασία < αρχαία ελληνική ὑπερβασία, αναλύεται υπερ- + -βασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερβασία θηλυκό
- (λόγιο) η ανομία, η αυθαιρεσία
- (λόγιο) η ανήθικη πράξη, πχ παράβαση όρκου
- (λόγιο) (σπάνιο), (σύντμηση) ο υπερβατισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερβασία
|