Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραστικός η υπεραστική το υπεραστικό
      γενική του υπεραστικού της υπεραστικής του υπεραστικού
    αιτιατική τον υπεραστικό την υπεραστική το υπεραστικό
     κλητική υπεραστικέ υπεραστική υπεραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραστικοί οι υπεραστικές τα υπεραστικά
      γενική των υπεραστικών των υπεραστικών των υπεραστικών
    αιτιατική τους υπεραστικούς τις υπεραστικές τα υπεραστικά
     κλητική υπεραστικοί υπεραστικές υπεραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραστικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interurban

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

υπεραστικός -ή, -ό

  • που βρίσκεται, γίνεται ή εκτείνεται έξω από τα όρια μιας πόλης, σε άλλες περιοχές
υπεραστικός σιδηρόδρομος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία