υπεραναλυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υπεραναλυτικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- πολύ αναλυτικός
- αχρείαστα αναλυτικός, σχολαστικός, ψείρας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- αγγλικά : μεταφορικά: fine-grained (en), hyper-subtle (en)