↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραλίευση οι υπεραλιεύσεις
      γενική της υπεραλίευσης των υπεραλιεύσεων
    αιτιατική την υπεραλίευση τις υπεραλιεύσεις
     κλητική υπεραλίευση υπεραλιεύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεραλίευση (νεολογισμός) < υπερ- + αλίευση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surpêche ή την αγγλική overfishing)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεραλίευση θηλυκό

  • (νεολογισμός, αλιεία) η υπερβολική εκμετάλλευση του φυσικού θαλάσσιου πλούτου μέσω της αλιείας σε σημείο που μειώνονται σημαντικά ή και εξαφανίζονται από τους βιοτόπους υδρόβιοι οργανισμοί
    ⮡  Οι πληθυσμοί των ψαριών στη Μεσόγειο μειώνονται δραματικά και το θαλάσσιο περιβάλλον υποβαθμίζεται εξαιτίας της υπεραλίευσης.
     συνώνυμα: υπεραλιεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υπεραλίευσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • υπεραλίευση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr