Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραιμία οι υπεραιμίες
      γενική της υπεραιμίας των υπεραιμιών
    αιτιατική την υπεραιμία τις υπεραιμίες
     κλητική υπεραιμία υπεραιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperémie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperemia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αἷμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pe.reˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ραι‐μί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐περ‐αι‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπεραιμία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. υπεραιμίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. υπεραιμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας