Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραγαπημένος η υπεραγαπημένη το υπεραγαπημένο
      γενική του υπεραγαπημένου της υπεραγαπημένης του υπεραγαπημένου
    αιτιατική τον υπεραγαπημένο την υπεραγαπημένη το υπεραγαπημένο
     κλητική υπεραγαπημένε υπεραγαπημένη υπεραγαπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραγαπημένοι οι υπεραγαπημένες τα υπεραγαπημένα
      γενική των υπεραγαπημένων των υπεραγαπημένων των υπεραγαπημένων
    αιτιατική τους υπεραγαπημένους τις υπεραγαπημένες τα υπεραγαπημένα
     κλητική υπεραγαπημένοι υπεραγαπημένες υπεραγαπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπεραγαπώ

  Μετοχή επεξεργασία

υπεραγαπημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία