υπεκμισθωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεκμισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπεκμισθώνω
Μετοχή επεξεργασία
υπεκμισθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπεκμισθώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεκμισθωμένος
|
υπεκμισθωμένος, -η, -ο
|