υπέρογκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρογκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρογκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpe.ɾoŋ.gos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πέ‐ρο‐γκος
Επίθετο επεξεργασία
υπέρογκος, -η, -ο
- υπερβολικός, πολύ μεγάλος, τεράστιος
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α' (πολυτονικό σύστημα)
- (...) ἴσως ὁ μεγαλοφυής αὐτος δημιουργός νά εἶχε μέσα του, ἀπό πάντα, τό σπέρμα τῆς δυστυχίας. Ζήτημα ψυχονευρικῆς διάρθρωσης. Τό τίμημα τῆς μεγαλοφυΐας εἶναι, καμιά φορά, ὑπέρογκο...
- ※ 1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α' (πολυτονικό σύστημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη τεράστιος
Πηγές επεξεργασία
- υπέρογκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας