υλακώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υλακώδης | η | υλακώδης | το | υλακώδες |
γενική | του | υλακώδους | της | υλακώδους | του | υλακώδους |
αιτιατική | τον | υλακώδη | την | υλακώδη | το | υλακώδες |
κλητική | υλακώδη(ς) | υλακώδης | υλακώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υλακώδεις | οι | υλακώδεις | τα | υλακώδη |
γενική | των | υλακωδών | των | υλακωδών | των | υλακωδών |
αιτιατική | τους | υλακώδεις | τις | υλακώδεις | τα | υλακώδη |
κλητική | υλακώδεις | υλακώδεις | υλακώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υλακώδης < υλακή + -ώδης < αρχαία ελληνική ὑλακή
Επίθετο επεξεργασία
υλακώδης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υλακή
Μεταφράσεις επεξεργασία
υλακώδης
|