ὑλακή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑλακή | αἱ | ὑλακαί |
γενική | τῆς | ὑλακῆς | τῶν | ὑλακῶν |
δοτική | τῇ | ὑλακῇ | ταῖς | ὑλακαῖς |
αιτιατική | τὴν | ὑλακήν | τὰς | ὑλακᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὑλακή | ὑλακαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑλακᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑλακαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑλακή < ὑλάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῠ̔λᾰκή θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ὑλακή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑλακή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.