↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρονέφωση οι υδρονεφώσεις
      γενική της υδρονέφωσης* των υδρονεφώσεων
    αιτιατική την υδρονέφωση τις υδρονεφώσεις
     κλητική υδρονέφωση υδρονεφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρονεφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρονέφωση (νεολογισμός) < υδρο- + νέφωση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mist propagation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρονέφωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υδρονέφωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • υδρονέφωση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr