υδροηλεκτροπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδροηλεκτροπαραγωγικός < υδροηλεκτροπαραγωγ(ή) + -ικός. Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + ηλεκτροπαραγωγικός < ηλεκτρο- + -παραγωγικός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾo.i.lektɾo.pa.ra.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐η‐λε‐κτρο‐πα‐ρα‐γω‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαυδροηλεκτροπαραγωγικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- σχετικός με την υδροηλεκτροπαραγωγή
- ※ Τουρκία: Επίθεση ανταρτών του PKK σε υδροηλεκτροπαραγωγικό σταθμό (capital.gr, 23/8/2015 [1])
- ※ Άρχισε επίσης η κατασκευή του υδροηλεκτροπαραγωγικού σταθμού του φράγματος που αναμένεται να συμπληρωθεί μέσα στο 1982 και να στοιχίσει γύρω στις 1300,000 (Annual Report of the Department of Agriculture, Κύπρος, τμήμα Γεωργίας, 1979, σελ. 31)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδροηλεκτροπαραγωγικός
|