↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδατόσημο τα υδατόσημα
      γενική του υδατοσήμου
υδατόσημου
των υδατοσήμων
    αιτιατική το υδατόσημο τα υδατόσημα
     κλητική υδατόσημο υδατόσημα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδατόσημο < υδατό- (αρχαία ελληνική ὕδωρ) + σήμα + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðaˈto.si.mo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδατόσημο ουδέτερο

  • σχέδιο ή εικόνα που έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο χαρτί με κατάλληλη διάταξη των ινών στο στάδιο κατασκευής του χαρτιού και που είναι ορατά όταν πίσω από το χαρτί υπάρχει φωτεινή πηγή
 
υδατόσημο σε ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία