υδατογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υδατογράφημα < υδατο- (αρχαία ελληνική ὕδωρ) + -γράφημα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ða.toˈγɾa.fi.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδατογράφημα ουδέτερο
- το υδατόσημο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδατογράφημα
|