Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υγροποιητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υγροποιητικ
ός
η
υγροποιητικ
ή
το
υγροποιητικ
ό
γενική
του
υγροποιητικ
ού
της
υγροποιητικ
ής
του
υγροποιητικ
ού
αιτιατική
τον
υγροποιητικ
ό
την
υγροποιητικ
ή
το
υγροποιητικ
ό
κλητική
υγροποιητικ
έ
υγροποιητικ
ή
υγροποιητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υγροποιητικ
οί
οι
υγροποιητικ
ές
τα
υγροποιητικ
ά
γενική
των
υγροποιητικ
ών
των
υγροποιητικ
ών
των
υγροποιητικ
ών
αιτιατική
τους
υγροποιητικ
ούς
τις
υγροποιητικ
ές
τα
υγροποιητικ
ά
κλητική
υγροποιητικ
οί
υγροποιητικ
ές
υγροποιητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υγροποιητικός
<
υγροποιώ
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
υγροποιητικός
που
υγροποιεί
, σχετίζεται με την
υγροποίηση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υγροποιώ
,
υγρός
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υγροποιητικός