Δείτε επίσης: ὑγροποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγροποιώ < (ελληνιστική κοινήὑγροποιέω / ὑγροποιῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική liquéfier)

  Ρήμα επεξεργασία

υγροποιώ (παθητική φωνή: υγροποιούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία