υβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υβός | η | υβή | το | υβό |
γενική | του | υβού | της | υβής | του | υβού |
αιτιατική | τον | υβό | την | υβή | το | υβό |
κλητική | υβέ | υβή | υβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υβοί | οι | υβές | τα | υβά |
γενική | των | υβών | των | υβών | των | υβών |
αιτιατική | τους | υβούς | τις | υβές | τα | υβά |
κλητική | υβοί | υβές | υβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υβός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυβός, -ή, -όν
Μεταφράσεις
επεξεργασία υβός
→ δείτε τη λέξη καμπούρης |