Δείτε επίσης: υβός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύβος οι ύβοι
      γενική του ύβου των ύβων
    αιτιατική τον ύβο τους ύβους
     κλητική ύβε ύβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύβος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύβος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία