υαλουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υαλουργός < ελληνιστική κοινή ὑαλουργός < αρχαία ελληνική ὕαλος + ἔργον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυαλουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει γυάλινα αντικείμενα ή πράγματα
Συγγενικά
επεξεργασία- υαλουργείο
- υαλούργημα
- υαλουργία
- υαλουργική
- υαλουργικός
- → δείτε τις λέξεις ύαλος, γυαλί και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υαλουργός