υαλουργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υαλουργικός < ελληνιστική κοινή ὑαλουργικός < αρχαία ελληνική ὕαλος + ἔργον
Επίθετο
επεξεργασίαυαλουργικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υαλουργικός
|
υαλουργικός, -ή, -ό
|