Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλουργικός η υαλουργική το υαλουργικό
      γενική του υαλουργικού της υαλουργικής του υαλουργικού
    αιτιατική τον υαλουργικό την υαλουργική το υαλουργικό
     κλητική υαλουργικέ υαλουργική υαλουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλουργικοί οι υαλουργικές τα υαλουργικά
      γενική των υαλουργικών των υαλουργικών των υαλουργικών
    αιτιατική τους υαλουργικούς τις υαλουργικές τα υαλουργικά
     κλητική υαλουργικοί υαλουργικές υαλουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλουργικός < ελληνιστική κοινή ὑαλουργικός < αρχαία ελληνική ὕαλος + ἔργον

  Επίθετο επεξεργασία

υαλουργικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία