Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υαλούργημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
υαλούργημα
τα
υαλουργήμα
τ
α
γενική
του
υαλουργήμα
τ
ος
των
υαλουργημά
τ
ων
αιτιατική
το
υαλούργημα
τα
υαλουργήμα
τ
α
κλητική
υαλούργημα
υαλουργήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υαλούργημα
<
υαλουργ(ός)
+
-ημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υαλούργημα
ουδέτερο
ό,τι
κατασκευάζει κάποιος
υαλουργός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υαλουργός
,
ύαλος
,
γυαλί
και
έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υαλούργημα
αγγλικά
:
glasswork
(en)