πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύλιξη οι τυλίξεις
      γενική της τύλιξης* των τυλίξεων
    αιτιατική την τύλιξη τις τυλίξεις
     κλητική τύλιξη τυλίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυλίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τύλιξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη τυλίγω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τύλιξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)