Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύλιξη οι τυλίξεις
      γενική της τύλιξης* των τυλίξεων
    αιτιατική την τύλιξη τις τυλίξεις
     κλητική τύλιξη τυλίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυλίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τύλιξη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τύλιξις < τυλίγω, τυλιγ- + -σις > -ξις > -ξη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈti.li.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τύ‐λι‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τύλιξη θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τυλίγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τύλιξηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)