Δείτε επίσης: Τσινάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσινάρι τα τσινάρια
      γενική του τσιναριού των τσιναριών
    αιτιατική το τσινάρι τα τσινάρια
     κλητική τσινάρι τσινάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσινάρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چنار (çınar) (τουρκική çınar) + < περσική چنار (čenâr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσινάρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, δέντρο) ο πλάτανος
  2. (ιδιωματικό, συνεκδοχικά) βρύση (όπως κοντά σε πλατάνια) με τρεχούμενο νερό
    ※  Στο βάθος είναι το τζαμί, η παλιά βυζαντινή εκκλησιά του Ευαγγελισμού, με τους τοίχους από κρεμεζί τούβλο και με τον κεραμιδί κουμπέ της. Στα μεσημβρινά του τζαμιού είναι τρία τσινάρια (τρεχούμενες βρύσες). Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι, 1944 [μυθιστόρημα], τόμος Α΄, κεφάλαιο 1. books.google
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κεφαλόβρυσο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία