τσαρλατανιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαρλατανιά | οι | τσαρλατανιές |
γενική | της | τσαρλατανιάς | των | τσαρλατανιών |
αιτιατική | την | τσαρλατανιά | τις | τσαρλατανιές |
κλητική | τσαρλατανιά | τσαρλατανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαρλατανιά < τσαρλατάν(ος) + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαρλατανιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαρλατανιά
|