↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαμπουκαλεμένος η τσαμπουκαλεμένη το τσαμπουκαλεμένο
      γενική του τσαμπουκαλεμένου της τσαμπουκαλεμένης του τσαμπουκαλεμένου
    αιτιατική τον τσαμπουκαλεμένο την τσαμπουκαλεμένη το τσαμπουκαλεμένο
     κλητική τσαμπουκαλεμένε τσαμπουκαλεμένη τσαμπουκαλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαμπουκαλεμένοι οι τσαμπουκαλεμένες τα τσαμπουκαλεμένα
      γενική των τσαμπουκαλεμένων των τσαμπουκαλεμένων των τσαμπουκαλεμένων
    αιτιατική τους τσαμπουκαλεμένους τις τσαμπουκαλεμένες τα τσαμπουκαλεμένα
     κλητική τσαμπουκαλεμένοι τσαμπουκαλεμένες τσαμπουκαλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sam.bʊ.ka.leˈme.nos/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαμπουκαλεμένος < τσαμπουκαλεύομαι

τσαμπουκαλεμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη τσαμπουκάς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία