Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαμπουκαλεύομαι < τσαμπουκάς

  Ρήμα επεξεργασία

τσαμπουκαλεύομαι

  1. (αργκό) γίνομαι τσαμπουκάς, νταής
  2. (λαϊκότροπο) πουλάω ζοριλίκι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία