Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαμπουκαλεύομαι < τσαμπουκάς

τσαμπουκαλεύομαι

  1. (αργκό) γίνομαι τσαμπουκάς, νταής
  2. (λαϊκότροπο) πουλάω ζοριλίκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία