τσίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίλια | οι | τσίλιες |
γενική | της | τσίλιας | — | |
αιτιατική | την | τσίλια | τις | τσίλιες |
κλητική | τσίλια | τσίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσίλια θηλυκό
- συνήθως στις φράσεις «είμαι στην τσίλια» και «κρατάω τσίλιες» (βλ. εκφράσεις)
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- είμαι στην τσίλια: είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα
- κρατάω τσίλιες ή φυλάω τσίλιες: παραφυλάω, εποπτεύω κατά τη διάρκεια παράνομης ή παράτυπης πράξης ή επιχείρησης, μην τυχόν και εμφανιστεί κάποιος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση και τους συνεργούς